- πάμπρωτος
- πάμπρωτοςthe very firstmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάμπρωτος — πάμπρωτος, ώτη, ον (Α) 1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστος («πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα πρωτίστως, πρώτα πρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρῶτος] … Dictionary of Greek
πάμπρωτον — πάμπρωτος the very first masc acc sg πάμπρωτος the very first neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμπρωτα — πάμπρωτος the very first neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek